πιτηδεύομαι

πιτηδεύομαι
-εύτηκα, -ευμένος, επιτηδεύομαι, κάνω κάτι επιδέξια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιτηδεύομαι — Ν [πιτήδειος] κάνω κάτι με επιδεξιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”